- θηρεύσιμος
- η и ος , ον1) ценный, промысловый (зверь); 2) на которого разрешена охота
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
θηρεύσιμος — η, ο (Α θηρεύσιμος, ον) [θηρεύω] 1. αυτός τον οποίο μπορεί ή αξίζει κάποιος να θηρεύσει, αγρεύσιμος 2. κατορθωτός … Dictionary of Greek
θηρευτός — ή, ό (Α θηρευτός, ή, όν) [θηρεύω] θηρατός, θηρεύσιμος … Dictionary of Greek